ηχογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηχογράφος οι ηχογράφοι
      γενική του/της ηχογράφου των ηχογράφων
    αιτιατική τον/την ηχογράφο τους/τις ηχογράφους
     κλητική ηχογράφε ηχογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηχογράφος < ηχογραφώ + -ος / -γράφος (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xoˈɣɾa.fos/

Ουσιαστικό

ηχογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. μηχάνημα ή λογισμικό που κάνει ηχογραφήσεις
  2. (καταχρηστικά) ηχολήπτης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.