ηχοφοβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχοφοβικός η ηχοφοβική το ηχοφοβικό
      γενική του ηχοφοβικού της ηχοφοβικής του ηχοφοβικού
    αιτιατική τον ηχοφοβικό την ηχοφοβική το ηχοφοβικό
     κλητική ηχοφοβικέ ηχοφοβική ηχοφοβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχοφοβικοί οι ηχοφοβικές τα ηχοφοβικά
      γενική των ηχοφοβικών των ηχοφοβικών των ηχοφοβικών
    αιτιατική τους ηχοφοβικούς τις ηχοφοβικές τα ηχοφοβικά
     κλητική ηχοφοβικοί ηχοφοβικές ηχοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχοφοβικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ηχοφοβικός αρσενικό (ψυχολογία) άτομο που δεν αντέχει για ψυχολογικούς κυρίως λόγους τον ήχο

Επίθετο

ηχοφοβικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • είδος που επιλέγει σταθερά (όχι περιστασιακά) ενδιαιτήματα σε μη θορυβώδεις περιοχές
  • τα κοάλα είναι ηχοφοβικά ζώα και η επέκταση του αστικού ιστού τα περιορίζει στα προάστια των αυστραλιανών πόλεων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.