ηφαίστειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηφαίστειος | η | ηφαίστεια | το | ηφαίστειο |
| γενική | του | ηφαίστειου | της | ηφαίστειας | του | ηφαίστειου |
| αιτιατική | τον | ηφαίστειο | την | ηφαίστεια | το | ηφαίστειο |
| κλητική | ηφαίστειε | ηφαίστεια | ηφαίστειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηφαίστειοι | οι | ηφαίστειες | τα | ηφαίστεια |
| γενική | των | ηφαίστειων | των | ηφαίστειων | των | ηφαίστειων |
| αιτιατική | τους | ηφαίστειους | τις | ηφαίστειες | τα | ηφαίστεια |
| κλητική | ηφαίστειοι | ηφαίστειες | ηφαίστεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηφαίστειος < αρχαία ελληνική Ἡφαίστειος / Ἡφαίστιος < Ἥφαιστος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ήφαιστος
Μεταφράσεις
ηφαίστειος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.