ηνιοχεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηνιοχεία | οι | ηνιοχείες |
| γενική | της | ηνιοχείας | των | ηνιοχειών |
| αιτιατική | την | ηνιοχεία | τις | ηνιοχείες |
| κλητική | ηνιοχεία | ηνιοχείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηνιοχεία < αρχαία ελληνική ἡνιοχεία < ἡνιοχεύω < ἡνίοχος < ἡνία + ἔχω
Ουσιαστικό
ηνιοχεία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.