ημέρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημέρευση | οι | ημερεύσεις |
| γενική | της | ημέρευσης* | των | ημερεύσεων |
| αιτιατική | την | ημέρευση | τις | ημερεύσεις |
| κλητική | ημέρευση | ημερεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ημερεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημέρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμέρευ(σις) (διημέρευση, ημέρωμα) + -ση < ἡμερεύω (ημερεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈme.ɾef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μέ‐ρευ‐ση
Ουσιαστικό
ημέρευση θηλυκό
- (λόγιο) σπανιότερη λόγια μορφή του ημέρωμα: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ημερεύω, κάνω ήμερο
Συγγενικά
- → και δείτε τις λέξεις ημερεύω και ήμερος
- για την έννοια «ημέρα» → δείτε τις λέξεις διημέρευση, μακροημέρευση και ημέρα
Μεταφράσεις
ημέρευση
|
Πηγές
- ημερεύω (& ημέρευση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ἡμέρευσις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.