εκπολιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκπολιτισμός | οι | εκπολιτισμοί |
| γενική | του | εκπολιτισμού | των | εκπολιτισμών |
| αιτιατική | τον | εκπολιτισμό | τους | εκπολιτισμούς |
| κλητική | εκπολιτισμέ | εκπολιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπολιτισμός < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκπολιτισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.