ηλιολάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλιολάτρης οι ηλιολάτρες
      γενική του ηλιολάτρη των ηλιολατρών
    αιτιατική τον ηλιολάτρη τους ηλιολάτρες
     κλητική ηλιολάτρη ηλιολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιολάτρης < ηλι(ος) + -ο- + -λάτρης

Ουσιαστικό

ηλιολάτρης αρσενικό (θηλυκό ηλιολάτρισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.