ηλιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλιογράφος οι ηλιογράφοι
      γενική του ηλιογράφου των ηλιογράφων
    αιτιατική τον ηλιογράφο τους ηλιογράφους
     κλητική ηλιογράφε ηλιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιογράφος < ήλιος + γράφω

Ουσιαστικό

ηλιογράφος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.