ηλεκτρολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρολογία οι ηλεκτρολογίες
      γενική της ηλεκτρολογίας των ηλεκτρολογιών
    αιτιατική την ηλεκτρολογία τις ηλεκτρολογίες
     κλητική ηλεκτρολογία ηλεκτρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électrologie < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + λέγω. Μορφολογικά, ηλεκτρο- + -λογία.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.le.ktɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτρολογία

Ουσιαστικό

ηλεκτρολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.