ηβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηβικός | η | ηβική | το | ηβικό |
| γενική | του | ηβικού | της | ηβικής | του | ηβικού |
| αιτιατική | τον | ηβικό | την | ηβική | το | ηβικό |
| κλητική | ηβικέ | ηβική | ηβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηβικοί | οι | ηβικές | τα | ηβικά |
| γενική | των | ηβικών | των | ηβικών | των | ηβικών |
| αιτιατική | τους | ηβικούς | τις | ηβικές | τα | ηβικά |
| κλητική | ηβικοί | ηβικές | ηβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηβικός < (ελληνιστική κοινή) ἡβικός < αρχαία ελληνική ἥβη
Πολυλεκτικοί όροι
- ηβικό τρίγωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.