ήβη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ήβη | οι | ήβες |
| γενική | της | ήβης | των | (ηβών) |
| αιτιατική | την | ήβη | τις | ήβες |
| κλητική | ήβη | ήβες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ήβη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἥβη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐βη
Αναφορές
- ήβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.