Αζόρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αζόρ < γαλικιανή azor (είδος γερακιού) < πορτογαλική azor < δημώδης λατινική acceptor < λατινική accipiter

Κύριο όνομα

Αζόρ αρσενικό, άκλιτο

  • (όνομα ζώου, παρωχημένο) όνομα που τυπικά αποδιδόταν σε σκύλο
      Ποιον σκύλο; ‒Έχει έναν σκύλο, δεν το ξέρεις; Τον Αζόρ. ‒Όλοι οι σκύλοι στην Αθήνα λέγονται Αζόρ, έκανε η Βάντα, που άρχισε να πιστεύει πως ήμουν άρρωστος. (Αλέξης Πανσέληνος, Ο κουτσός άγγελος, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.