vitality

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

vitality < vital + -ity

Ουσιαστικό

vitality (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα, η ενέργεια και ο ενθουσιασμός κάποιου ή κάτι
    His movements, his look, and the way he spoke had an impressive vitality for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.