ζωολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωολογικός | η | ζωολογική | το | ζωολογικό |
| γενική | του | ζωολογικού | της | ζωολογικής | του | ζωολογικού |
| αιτιατική | τον | ζωολογικό | τη | ζωολογική | το | ζωολογικό |
| κλητική | ζωολογικέ | ζωολογική | ζωολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωολογικοί | οι | ζωολογικές | τα | ζωολογικά |
| γενική | των | ζωολογικών | των | ζωολογικών | των | ζωολογικών |
| αιτιατική | τους | ζωολογικούς | τις | ζωολογικές | τα | ζωολογικά |
| κλητική | ζωολογικοί | ζωολογικές | ζωολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωολογικός < ζωολόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.o.lo.ʝiˈkos/
Μεταφράσεις
ζωολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.