ζωολογικός κήπος

Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος

ζωολογικός κήπος αρσενικό

  • περιφραγμένη έκταση όπου εκτίθενται στο κοινό αιχμαλωτισμένα άγρια ζώα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.