ζωδιακός κύκλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις ζωδιακός και κύκλος
ζωδιακός κύκλος: ψηφιδωτό του 6ου αι. σε συναγωγή, Beit Alpha, Ισραήλ

Πολυλεκτικός όρος

ζωδιακός κύκλος αρσενικό

  1. το σύνολο των δώδεκα ζωδίων
  2. παράσταση, συνήθως κυκλική, με τα σύμβολα των ζωδίων

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.