ζωγραφιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωγραφιστός | η | ζωγραφιστή | το | ζωγραφιστό |
| γενική | του | ζωγραφιστού | της | ζωγραφιστής | του | ζωγραφιστού |
| αιτιατική | τον | ζωγραφιστό | τη | ζωγραφιστή | το | ζωγραφιστό |
| κλητική | ζωγραφιστέ | ζωγραφιστή | ζωγραφιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωγραφιστοί | οι | ζωγραφιστές | τα | ζωγραφιστά |
| γενική | των | ζωγραφιστών | των | ζωγραφιστών | των | ζωγραφιστών |
| αιτιατική | τους | ζωγραφιστούς | τις | ζωγραφιστές | τα | ζωγραφιστά |
| κλητική | ζωγραφιστοί | ζωγραφιστές | ζωγραφιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωγραφιστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωγραφιστός, ρηματικό επίθετο σε -τός από το ζωγραφίζω
Εκφράσεις
- δεν θέλω να τον βλέπω ούτε ζωγραφιστό: δηλώνει ακραία απαρέσκεια, αντιπάθεια
Μεταφράσεις
ζωγραφιστός
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Σύνθετα
Πηγές
- ζωγραφιστός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.