ζωγραφιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωγραφιστός η ζωγραφιστή το ζωγραφιστό
      γενική του ζωγραφιστού της ζωγραφιστής του ζωγραφιστού
    αιτιατική τον ζωγραφιστό τη ζωγραφιστή το ζωγραφιστό
     κλητική ζωγραφιστέ ζωγραφιστή ζωγραφιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωγραφιστοί οι ζωγραφιστές τα ζωγραφιστά
      γενική των ζωγραφιστών των ζωγραφιστών των ζωγραφιστών
    αιτιατική τους ζωγραφιστούς τις ζωγραφιστές τα ζωγραφιστά
     κλητική ζωγραφιστοί ζωγραφιστές ζωγραφιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωγραφιστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωγραφιστός, ρηματικό επίθετο σε -τός από το ζωγραφίζω

Επίθετο

ζωγραφιστός, -ή, -ό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ζωγραφιστός < (ζωγραφίζω) ζωγραφισ- + -τός

Επίθετο

ζωγραφιστός, ή, ό

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.