ζωγραφιστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ζωγραφιστά
<
ζωγραφιστός
+
-ά
Επίρρημα
ζωγραφιστά
με
ζωγραφιστό
τρόπο
,
ζωγραφίζοντας
Μεταφράσεις
ζωγραφιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ζωγραφιστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ζωγραφιστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.