ζητημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζητημένος η ζητημένη το ζητημένο
      γενική του ζητημένου της ζητημένης του ζητημένου
    αιτιατική τον ζητημένο τη ζητημένη το ζητημένο
     κλητική ζητημένε ζητημένη ζητημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζητημένοι οι ζητημένες τα ζητημένα
      γενική των ζητημένων των ζητημένων των ζητημένων
    αιτιατική τους ζητημένους τις ζητημένες τα ζητημένα
     κλητική ζητημένοι ζητημένες ζητημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζητώ

Μετοχή

ζητημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ζητώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.