ζεολιθοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζεολιθοφόρος | η | ζεολιθοφόρα | το | ζεολιθοφόρο |
| γενική | του | ζεολιθοφόρου | της | ζεολιθοφόρας | του | ζεολιθοφόρου |
| αιτιατική | τον | ζεολιθοφόρο | τη | ζεολιθοφόρα | το | ζεολιθοφόρο |
| κλητική | ζεολιθοφόρε | ζεολιθοφόρα | ζεολιθοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζεολιθοφόροι | οι | ζεολιθοφόρες | τα | ζεολιθοφόρα |
| γενική | των | ζεολιθοφόρων | των | ζεολιθοφόρων | των | ζεολιθοφόρων |
| αιτιατική | τους | ζεολιθοφόρους | τις | ζεολιθοφόρες | τα | ζεολιθοφόρα |
| κλητική | ζεολιθοφόροι | ζεολιθοφόρες | ζεολιθοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζεολιθοφόρος < ζεόλιθ(ος) + -ο- + -φόρος
Μεταφράσεις
ζεολιθοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.