ζεόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζεόλιθος | οι | ζεόλιθοι |
| γενική | του | ζεόλιθου & ζεολίθου |
των | ζεόλιθων & ζεολίθων |
| αιτιατική | τον | ζεόλιθο | τους | ζεόλιθους & ζεολίθους |
| κλητική | ζεόλιθε | ζεόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ζεόλιθοι
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζεόλιθος αρσενικό
- μικροπορώδες αργυλοπυριτικό ορυκτό που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων ως προσροφητικό και καταλύτης
-
ζεόλιθος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.