ζειά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζειᾱ́ αἱ ζειαί
      γενική τῆς ζειᾶς τῶν ζειῶν
      δοτική τῇ ζει ταῖς ζειαῖς
    αιτιατική τὴν ζειᾱ́ν τὰς ζειᾱ́ς
     κλητική ! ζειᾱ́ ζειαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζειᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ζειαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζειά < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) *ζεΗ-ια < *jev-ja, σανσκριτικά yávas (σιτάρι), λιθ. yavai (σιτάρι)]

Ουσιαστικό

ζειά θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό: ζειαί)

  1. είδος σιταριού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή για άλογα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 41
    πὰρ δ᾽ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν
  2. όλυρα ή σιτάρι σπέλτα ή ασπροσίτι (Triticum spelta)
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 36
    Ἀπὸ πυρῶν καὶ κριθέων ὧλλοι ζώουσι, Αἰγυπτίων δὲ τῷ ποιευμένῳ ἀπὸ τούτων τὴν ζόην ὄνειδος μέγιστόν ἐστι, ἀλλὰ ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι.
  3. μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum) και δίκοκκο σιτάρι (Triticum dicoccum)
      1ος αιώνας κε Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περί ύλης ιατρικής, Βιβλίο Β, κεφ. ρια')
    Ζειά: διττή• ἡ μέν γάρ ἁπλῆ ἡ δε δίκοκκος καλεῖται
  4. είδος κριθαριού
    Λεξικό Σούδα

Συνώνυμα

  • ὄλυραι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.