όλυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όλυρα οι όλυρες
      γενική της όλυρας των ολυρών
    αιτιατική την όλυρα τις όλυρες
     κλητική όλυρα όλυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όλυρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄλυρα

Ουσιαστικό

όλυρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.