ζέα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζέ αἱ ζέαι
      γενική τῆς ζέᾱς τῶν ζεῶν
      δοτική τῇ ζέ ταῖς ζέαις
    αιτιατική τὴν ζέᾱν τὰς ζέᾱς
     κλητική ! ζέ ζέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζέ
γεν-δοτ τοῖν  ζέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζέα < *ζεΗ-ια [πβ. ιαπετικό *jev-ja, σανσκριτικά yávas (σιτάρι), λιθ. yavai (σιτάρι)]

Ουσιαστικό

ζέα θηλυκό

  1.  δείτε τη λέξη ζειά
    • ἐκ δὲ τῶν ἐν Τυρρηνίᾳ πόλεων οἱ πεμφθέντες κέγχρους τε καὶ ζέας συνωνησάμενοι ταῖς ποταμηγοῖς σκάφαις κατεκόμισαν εἰς τὴν πόλιν. (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 7, 12)
    • ἐν κάνησι καὶ πινακίσκοις κεραμεοῖς, ἀλφίτων μάζας καὶ πόπανα καὶ ζέας καὶ καρπῶν τινων ἀπαρχὰς καὶ ἄλλα τοιαῦτα λιτὰ. (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 2, 23)
  2. γραμμή/ρυτίδα στον ουρανίσκο ενός αλόγου (Ἱππιατρικά, 1, 8)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.