ζατρίκιον

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζατρίκιον τα ζατρίκια
      γενική του ζατρικίου των ζατρικίων
    αιτιατική το ζατρίκιον τα ζατρίκια
     κλητική ζατρίκιον ζατρίκια
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
'Ζατρίκιον, Κνωσσός.

Ουσιαστικό

ζατρίκιον ουδέτερο


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ζατρίκιον < (άμεσο δάνειο) περσική شترنگ (šatrang) < σανσκριτική चतुरङ्ग (caturaṅga) (στράτευμα, σημασία παιχνίδι από τον 6ο αιώνα)[1]

Ουσιαστικό

ζατρίκιον ουδέτερο

  • (παιχνίδι) το σκάκι
      11ος αιώνας, Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 12.6.1. (γλώσσα: αρχαΐζουσα)
    Ἐπεὶ γὰρ ὁ αὐτοκράτωρ μετὰ τὸ διυπνισθῆναι κατὰ δείλην ἑῴαν τὴν ἐκ τῶν πολλῶν φροντίδων ἐγγινομένην ἅλμην καταγλυκαίνειν ἐθέλων ἐνίοτε συμπαίστορας εἶχε τῶν συγγενέων τινὰς παίζων τὸ ζατρίκιον (παιδιὰ δὲ τοῦτο ἐκ τῆς τῶν Ἀσσυρίων τρυφῆς ἐξευρημένον καὶ εἰς ἡμᾶς ἐκεῖθεν ἐληλυθός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.