ζαρντινιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαρντινιέρα | οι | ζαρντινιέρες |
| γενική | της | ζαρντινιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | ζαρντινιέρα | τις | ζαρντινιέρες |
| κλητική | ζαρντινιέρα | ζαρντινιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ζαρντινιέρα με θυμάρι.
Ετυμολογία
- ζαρντινιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική jardinière, θηλυκό του jardinier < jardin + -ier / -ière -ιέρα [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /zaɾ.diˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζαρ‐ντι‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό
ζαρντινιέρα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γαρδένια
Μεταφράσεις
ζαρντινιέρα
|
Αναφορές
- ζαρντινιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.