ζαβωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαβωμένος η ζαβωμένη το ζαβωμένο
      γενική του ζαβωμένου της ζαβωμένης του ζαβωμένου
    αιτιατική τον ζαβωμένο τη ζαβωμένη το ζαβωμένο
     κλητική ζαβωμένε ζαβωμένη ζαβωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαβωμένοι οι ζαβωμένες τα ζαβωμένα
      γενική των ζαβωμένων των ζαβωμένων των ζαβωμένων
    αιτιατική τους ζαβωμένους τις ζαβωμένες τα ζαβωμένα
     κλητική ζαβωμένοι ζαβωμένες ζαβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαβώνω

Μετοχή

ζαβωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.