εὐνάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- εὐνάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
εὐνάζω
- τοποθετώ κάποιον κάπου χάριν ενέδρας
- βάζω κάποιον να κοιμηθεί
- υποκύπτω στο γάμο
- (μεταφορικά) κοιμίζω, καταπραΰνω, κατευνάζω (τον θυμό μου, τον πόνο μου, τη θλίψη μου κλπ)
- (για ζώα) τοποθετώ τα νεογνά στη φωλιά
- (μεταφορικά) (για το θάνατο) αποκοιμίζω, καταβάλλω
- (στην παθητική φωνή) πηγαίνω για ύπνο, κοιμάμαι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 339 (338-340)
- ἄλλοτε δὲ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι, | ἠμὲν ὅτ᾽ εὐνάζῃ καὶ ὅτ᾽ ἂν φάος ἱερὸν ἔλθῃ, | ὥς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ θυμὸν ἔχωσιν,
- Άλλοτε με σπονδές να τους εξευμενίζεις και θυμιάματα, | και σαν πλαγιάζεις και σαν έρχεται το ιερό του ήλιου φως, | για να ᾽ναι η καρδιά και ο νους τους ευμενείς για σένα,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄλλοτε δὲ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι, | ἠμὲν ὅτ᾽ εὐνάζῃ καὶ ὅτ᾽ ἂν φάος ἱερὸν ἔλθῃ, | ὥς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ θυμὸν ἔχωσιν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 1
- Αὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς·
- Τότε στον πρόδομο επήγε να πλαγιάσει ο θείος Οδυσσέας.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- Αὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 339 (338-340)
- (στην παθητική φωνή) (για πουλιά) κουρνιάζω
- (στην παθητική φωνή) (για γυναίκες, άνδρες και για ζώα) συνουσιάζομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις 3.25-3.27
- ἔσχε τοιαύταν μεγάλαν ἀυάταν | καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου | λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας.
- Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. | Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία, | κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek-language.gr
- ἔσχε τοιαύταν μεγάλαν ἀυάταν | καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου | λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ευριπίδης, Μήδεια, 17-19
- προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν | γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται, | γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
- Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου | για την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας, | και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.
- Μετάφραση (2012): Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greek-language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις 3.25-3.27
Κλίση
- → λείπει η κλίση
- εὐνάω
Συγγενικά
- ἀπευνάζω
- ἐνευνάζομαι
- ἐπευνάζω
- κατευνάζω
- παρευνάζομαι
- προσευνάζομαι
- συνευνάζομαι
- συνευνάζω
- ὑπευνάζομαι
Πηγές
- εὐνάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐνάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.