εὐλάβεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εὐλᾰβεια-
ονομαστική εὐλάβει αἱ εὐλάβειαι
      γενική τῆς εὐλαβείᾱς τῶν εὐλαβειῶν
      δοτική τῇ εὐλαβεί ταῖς εὐλαβείαις
    αιτιατική τὴν εὐλάβειᾰν τὰς εὐλαβείᾱς
     κλητική ! εὐλάβει εὐλάβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐλαβεί
γεν-δοτ τοῖν  εὐλαβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐλάβεια < εὐλαβ(ής), εὐλαβεσ- + -εια < εὐ- (εὖ) + λαβ- (όπως στο λαμβάνω)

Ουσιαστικό

εὐλάβεια θηλυκό (λᾰ)

  1. προσοχή
  2. ευλάβεια
  3. αποφυγή
  4. υπερβολική προσοχή, δειλία

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.