εἰλεός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰλεός οἱ εἰλεοί
      γενική τοῦ εἰλεοῦ τῶν εἰλεῶν
      δοτική τῷ εἰλε τοῖς εἰλεοῖς
    αιτιατική τὸν εἰλεόν τοὺς εἰλεούς
     κλητική ! εἰλεέ εἰλεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰλεώ
γεν-δοτ τοῖν  εἰλεοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἰλεός < εἰλέω < εἴλω

Ουσιαστικό

εἰλεός αρσενικό

  1. (ιατρική) (ανατομία) ειλεός
  2. φωλιά ζώου
  3. μαγειρική τράπεζα
  4. είδος οίνου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.