γραφένιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γραφένιο | τα | γραφένια |
| γενική | του | γραφενίου & γραφένιου |
των | γραφενίων |
| αιτιατική | το | γραφένιο | τα | γραφένια |
| κλητική | γραφένιο | γραφένια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γραφένιο ουδέτερο
-
γραφένιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.