γραφένιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφένιο τα γραφένια
      γενική του γραφενίου
& γραφένιου
των γραφενίων
    αιτιατική το γραφένιο τα γραφένια
     κλητική γραφένιο γραφένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραφένιο < αγγλική graphene < graphite + -ene < γερμανική Graphit < αρχαία ελληνική γράφω

Ουσιαστικό

γραφένιο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) (χημεία) υλικό που αποτελείται από φύλλα άνθρακα με κυψελωτή μορφή πλέγματος
    Σύμφωνα με τη νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο ACS Nano, μια επιθεώρηση της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας, η αντοχή του καρβυνίου στον εφελκυσμό, δηλαδή η αντοχή του στο τέντωμα, είναι διπλάσια του γραφενίου και ξεπερνά «κάθε άλλο γνωστό υλικό». (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.