εφεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφεκτικός η εφεκτική το εφεκτικό
      γενική του εφεκτικού της εφεκτικής του εφεκτικού
    αιτιατική τον εφεκτικό την εφεκτική το εφεκτικό
     κλητική εφεκτικέ εφεκτική εφεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφεκτικοί οι εφεκτικές τα εφεκτικά
      γενική των εφεκτικών των εφεκτικών των εφεκτικών
    αιτιατική τους εφεκτικούς τις εφεκτικές τα εφεκτικά
     κλητική εφεκτικοί εφεκτικές εφεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφεκτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐφεκτικός < ἐπέχω < ἔχω

Επίθετο

εφεκτικός -ή -ό

  1. που είναι επιφυλακτικός για κάτι ή σε κάτι
    κράτησε εφεκτική στάση σ’ αυτό το θέμα
  2. που διαρκώς αναβάλλει να πει ή να κάνει κάτι
     συνώνυμα: αναβλητικός
  3. αναποφάσιστος, διστακτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.