εφεκτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφεκτικότητα οι εφεκτικότητες
      γενική της εφεκτικότητας των εφεκτικοτήτων
    αιτιατική την εφεκτικότητα τις εφεκτικότητες
     κλητική εφεκτικότητα εφεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφεκτικότητα < εφεκτικός + -ότητα < (ελληνιστική κοινή) ἐφεκτικός < ἐπέχω < ἔχω

Ουσιαστικό

εφεκτικότητα θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.