εφαπτόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφαπτόμενος η εφαπτόμενη το εφαπτόμενο
      γενική του εφαπτόμενου της εφαπτόμενης του εφαπτόμενου
    αιτιατική τον εφαπτόμενο την εφαπτόμενη το εφαπτόμενο
     κλητική εφαπτόμενε εφαπτόμενη εφαπτόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφαπτόμενοι οι εφαπτόμενες τα εφαπτόμενα
      γενική των εφαπτόμενων των εφαπτόμενων των εφαπτόμενων
    αιτιατική τους εφαπτόμενους τις εφαπτόμενες τα εφαπτόμενα
     κλητική εφαπτόμενοι εφαπτόμενες εφαπτόμενα
Δείτε και το λόγιο θηλυκό εφαπτομένη ουσιαστικοποιημένο.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εφαπτόμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.