tangent

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

tangent (en)

  1. (μαθηματικά) η εφαπτομένη
  2. ασύνδετη, εκτός θέματος, παρεκκλίνουσα αναφορά
  3. απότομη αλλαγή θέματος
  4. (ψυχιατρική) ασυνάρτητη σκέψη
  5. (μουσική) γλωσσίδι που χτυπά τις χορδές σε παλαιά πληκτροφόρα μουσικά όργανα, όπως το κλάβικορντ

Παράγωγα

  • tangential



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tangent tangents
θηλυκό tangente tangentes

tangent (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.