tangent
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
tangent (en)
- (μαθηματικά) η εφαπτομένη
- ασύνδετη, εκτός θέματος, παρεκκλίνουσα αναφορά
- απότομη αλλαγή θέματος
- (ψυχιατρική) ασυνάρτητη σκέψη
- (μουσική) γλωσσίδι που χτυπά τις χορδές σε παλαιά πληκτροφόρα μουσικά όργανα, όπως το κλάβικορντ
Παράγωγα
- tangential
Γαλλικά (fr)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.