ευχέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευχέλαιο | τα | ευχέλαια |
| γενική | του | ευχέλαιου & ευχελαίου |
των | ευχέλαιων & ευχελαίων |
| αιτιατική | το | ευχέλαιο | τα | ευχέλαια |
| κλητική | ευχέλαιο | ευχέλαια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευχέλαιο < μεσαιωνική ελληνική ευχέλαιον, μορφολογικά αναλύεται ευχ(ή) + -έλαιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /efˈçe.le.o/
Ουσιαστικό
ευχέλαιο ουδέτερο
- (θρησκεία) εκκλησιαστικό μυστήριο, κατά το οποίο τελείται ειδική ακολουθία με ευχές για άφεση αμαρτιών και ψυχοσωματική υγεία και τελετουργικά ο ιερέας αλείφει τους παρευρισκομένους με αγιασμένο έλαιο
- (θρησκεία) (κατ’ επέκταση) το σχετικό αγιασμένο έλαιο
-
ευχέλαιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.