ευτρεπισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτρεπισμένος η ευτρεπισμένη το ευτρεπισμένο
      γενική του ευτρεπισμένου της ευτρεπισμένης του ευτρεπισμένου
    αιτιατική τον ευτρεπισμένο την ευτρεπισμένη το ευτρεπισμένο
     κλητική ευτρεπισμένε ευτρεπισμένη ευτρεπισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτρεπισμένοι οι ευτρεπισμένες τα ευτρεπισμένα
      γενική των ευτρεπισμένων των ευτρεπισμένων των ευτρεπισμένων
    αιτιατική τους ευτρεπισμένους τις ευτρεπισμένες τα ευτρεπισμένα
     κλητική ευτρεπισμένοι ευτρεπισμένες ευτρεπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευτρεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτρεπίζω

Μετοχή

ευτρεπισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ευτρεπίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.