ευρωσκεπτικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευρωσκεπτικιστικός < ευρωσκεπτικιστής + -ικός
Επίθετο
ευρωσκεπτικιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (πολιτική) που έχει σχέση με τον ευρωσκεπτικισμό ή τον ευρωσκεπτικιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- Εκπροσωπώντας το δεξιό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα ODS του πρωθυπουργού Πετρ Νέτσας, συγκέντρωσε μόλις το 2,46% και ήρθε όγδοος ανάμεσα σε εννέα υποψηφίους, αφήνοντας στην τελευταία θέση την ευρωσκεπτικίστρια ευρωβουλευτή Γιάνα Μπομποσίκοβα. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ευρωσκεπτικισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.