ευπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευπρόσωπος | η | ευπρόσωπη | το | ευπρόσωπο |
| γενική | του | ευπρόσωπου | της | ευπρόσωπης | του | ευπρόσωπου |
| αιτιατική | τον | ευπρόσωπο | την | ευπρόσωπη | το | ευπρόσωπο |
| κλητική | ευπρόσωπε | ευπρόσωπη | ευπρόσωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευπρόσωποι | οι | ευπρόσωπες | τα | ευπρόσωπα |
| γενική | των | ευπρόσωπων | των | ευπρόσωπων | των | ευπρόσωπων |
| αιτιατική | τους | ευπρόσωπους | τις | ευπρόσωπες | τα | ευπρόσωπα |
| κλητική | ευπρόσωποι | ευπρόσωπες | ευπρόσωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευπρόσωπος < αρχαία ελληνική εὐπρόσωπος < εὖ + πρόσωπο
Επίθετο
ευπρόσωπος, -η, -ο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.