ευπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπρόσωπος η ευπρόσωπη το ευπρόσωπο
      γενική του ευπρόσωπου της ευπρόσωπης του ευπρόσωπου
    αιτιατική τον ευπρόσωπο την ευπρόσωπη το ευπρόσωπο
     κλητική ευπρόσωπε ευπρόσωπη ευπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπρόσωποι οι ευπρόσωπες τα ευπρόσωπα
      γενική των ευπρόσωπων των ευπρόσωπων των ευπρόσωπων
    αιτιατική τους ευπρόσωπους τις ευπρόσωπες τα ευπρόσωπα
     κλητική ευπρόσωποι ευπρόσωπες ευπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευπρόσωπος < αρχαία ελληνική εὐπρόσωπος < εὖ + πρόσωπο

Επίθετο

ευπρόσωπος, -η, -ο

  • που έχει κάποια ποιότητα και μας δημιουργεί θετικές εντυπώσεις
    Ευπρόσωπη ελληνική παρουσία στο Φεστιβάλ Βερολίνου (*)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.