δυσκολοδιάβαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσκολοδιάβαστος η δυσκολοδιάβαστη το δυσκολοδιάβαστο
      γενική του δυσκολοδιάβαστου της δυσκολοδιάβαστης του δυσκολοδιάβαστου
    αιτιατική τον δυσκολοδιάβαστο τη δυσκολοδιάβαστη το δυσκολοδιάβαστο
     κλητική δυσκολοδιάβαστε δυσκολοδιάβαστη δυσκολοδιάβαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσκολοδιάβαστοι οι δυσκολοδιάβαστες τα δυσκολοδιάβαστα
      γενική των δυσκολοδιάβαστων των δυσκολοδιάβαστων των δυσκολοδιάβαστων
    αιτιατική τους δυσκολοδιάβαστους τις δυσκολοδιάβαστες τα δυσκολοδιάβαστα
     κλητική δυσκολοδιάβαστοι δυσκολοδιάβαστες δυσκολοδιάβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσκολοδιάβαστος < δύσκολος + -ο- + διαβάζω + -τος

Επίθετο

δυσκολοδιάβαστος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.