ευκολοβάσταγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολοβάσταγος | η | ευκολοβάσταγη | το | ευκολοβάσταγο |
| γενική | του | ευκολοβάσταγου | της | ευκολοβάσταγης | του | ευκολοβάσταγου |
| αιτιατική | τον | ευκολοβάσταγο | την | ευκολοβάσταγη | το | ευκολοβάσταγο |
| κλητική | ευκολοβάσταγε | ευκολοβάσταγη | ευκολοβάσταγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολοβάσταγοι | οι | ευκολοβάσταγες | τα | ευκολοβάσταγα |
| γενική | των | ευκολοβάσταγων | των | ευκολοβάσταγων | των | ευκολοβάσταγων |
| αιτιατική | τους | ευκολοβάσταγους | τις | ευκολοβάσταγες | τα | ευκολοβάσταγα |
| κλητική | ευκολοβάσταγοι | ευκολοβάσταγες | ευκολοβάσταγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκολοβάσταγος < ευκολο- + βασταγός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο
ευκολοβάσταγος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που βαστιέται και μεταφέρεται εύκολα
- στάχτη και νεκροδόχες μοναχά στα σπίτια καθενός γυρίζουν ...ο Άρης γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπων
- (για τους νεκρούς στην Τροία), Αγαμέμνων του Αισχύλου, απόδοση Ι. Γρυπάρη
- Η πρώτη μετάφρασή του για το στίχο 444 «λέβητας εὐθέτους»: Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- στάχτη και νεκροδόχες μοναχά στα σπίτια καθενός γυρίζουν ...ο Άρης γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπων
Συνώνυμα
- (ελαφρύς)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.