κακοβάσταγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακοβάσταγος | η | κακοβάσταγη | το | κακοβάσταγο |
| γενική | του | κακοβάσταγου | της | κακοβάσταγης | του | κακοβάσταγου |
| αιτιατική | τον | κακοβάσταγο | την | κακοβάσταγη | το | κακοβάσταγο |
| κλητική | κακοβάσταγε | κακοβάσταγη | κακοβάσταγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακοβάσταγοι | οι | κακοβάσταγες | τα | κακοβάσταγα |
| γενική | των | κακοβάσταγων | των | κακοβάσταγων | των | κακοβάσταγων |
| αιτιατική | τους | κακοβάσταγους | τις | κακοβάσταγες | τα | κακοβάσταγα |
| κλητική | κακοβάσταγοι | κακοβάσταγες | κακοβάσταγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακοβάσταγος < κακο- + βασταγός
Επίθετο
κακοβάσταγος, -η, -ο
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) που δύσκολα κάποιος το βαστά, το υποφέρει
- ※ Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα / του Άτλαντα με πονεί [...] – κακοβάσταγο βάρος.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr για το «ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον» ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 350
- ※ Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα / του Άτλαντα με πονεί [...] – κακοβάσταγο βάρος.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Σημειώσεις
- Λέξη χωρίς διάδοση· απαντά μόνο σε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων από τον Ι. Γρυπάρη, ως απόδοση λέξεων/όρων όπως «οὐκ εὐάγκαλος» ή «δύσπονος». (Χρειάζεται πηγή)
Μεταφράσεις
κακοβάσταγος
|
→ δείτε τις λέξεις δυσβάσταχτος και ασήκωτος |
Πηγές
- κακοβάσταγος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.