ανεβάσταγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεβάσταγος η ανεβάσταγη το ανεβάσταγο
      γενική του ανεβάσταγου της ανεβάσταγης του ανεβάσταγου
    αιτιατική τον ανεβάσταγο την ανεβάσταγη το ανεβάσταγο
     κλητική ανεβάσταγε ανεβάσταγη ανεβάσταγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεβάσταγοι οι ανεβάσταγες τα ανεβάσταγα
      γενική των ανεβάσταγων των ανεβάσταγων των ανεβάσταγων
    αιτιατική τους ανεβάσταγους τις ανεβάσταγες τα ανεβάσταγα
     κλητική ανεβάσταγοι ανεβάσταγες ανεβάσταγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεβάσταγος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανεβάσταγος, -η, -ο

  • ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητος, αυτός που δεν βαστιέται
Αφού σου είπα ότι θα πάμε βόλτα μετά τον αγώνα. Μην γίνεσαι ανεβάσταγος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.