ευκατανόητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκατανόητος | η | ευκατανόητη | το | ευκατανόητο |
| γενική | του | ευκατανόητου | της | ευκατανόητης | του | ευκατανόητου |
| αιτιατική | τον | ευκατανόητο | την | ευκατανόητη | το | ευκατανόητο |
| κλητική | ευκατανόητε | ευκατανόητη | ευκατανόητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκατανόητοι | οι | ευκατανόητες | τα | ευκατανόητα |
| γενική | των | ευκατανόητων | των | ευκατανόητων | των | ευκατανόητων |
| αιτιατική | τους | ευκατανόητους | τις | ευκατανόητες | τα | ευκατανόητα |
| κλητική | ευκατανόητοι | ευκατανόητες | ευκατανόητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκατανόητος < ελληνιστική κοινή εὐκατανόητος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ευκατανόητα
- → δείτε τις λέξεις ευ και κατανοώ
Μεταφράσεις
ευκατανόητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.