δυσκατανόητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσκατανόητος | η | δυσκατανόητη | το | δυσκατανόητο |
| γενική | του | δυσκατανόητου | της | δυσκατανόητης | του | δυσκατανόητου |
| αιτιατική | τον | δυσκατανόητο | τη | δυσκατανόητη | το | δυσκατανόητο |
| κλητική | δυσκατανόητε | δυσκατανόητη | δυσκατανόητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσκατανόητοι | οι | δυσκατανόητες | τα | δυσκατανόητα |
| γενική | των | δυσκατανόητων | των | δυσκατανόητων | των | δυσκατανόητων |
| αιτιατική | τους | δυσκατανόητους | τις | δυσκατανόητες | τα | δυσκατανόητα |
| κλητική | δυσκατανόητοι | δυσκατανόητες | δυσκατανόητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσκατανόητος < ελληνιστική κοινή δυσκατανόητος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- δυσκατανοησία
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και κατανοώ
Μεταφράσεις
δυσκατανόητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.