ευκάλυπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευκάλυπτος οι ευκάλυπτοι
      γενική του ευκάλυπτου
& ευκαλύπτου
των ευκάλυπτων
& ευκαλύπτων
    αιτιατική τον ευκάλυπτο τους ευκάλυπτους
& ευκαλύπτους
     κλητική ευκάλυπτε ευκάλυπτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φύλλα και άνθη του ευκάλυπτου.

Ετυμολογία

ευκάλυπτος < (λόγιο δάνειο) νεολατινική eucalyptus < αρχαία ελληνική εὖ + καλύπτ(ω) + -ος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /efˈka.li.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευκάλυπτος

Ουσιαστικό

ευκάλυπτος αρσενικό

  • (δέντρο) αειθαλές δέντρο του γένους Eucalyptus με μακρόστενα φύλλα από τα οποία παράγεται το ευκαλυπτέλαιο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.