ευδαιμονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευδαιμονιστής | οι | ευδαιμονιστές |
| γενική | του | ευδαιμονιστή | των | ευδαιμονιστών |
| αιτιατική | τον | ευδαιμονιστή | τους | ευδαιμονιστές |
| κλητική | ευδαιμονιστή | ευδαιμονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευδαιμονιστής < ευδαιμονίζω + -τής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.