ευδαιμονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευδαιμονίζω < αρχαία ελληνική εὐδαιμονίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευδαιμονίζω | ευδαιμόνιζα | θα ευδαιμονίζω | να ευδαιμονίζω | ευδαιμονίζοντας | |
| β' ενικ. | ευδαιμονίζεις | ευδαιμόνιζες | θα ευδαιμονίζεις | να ευδαιμονίζεις | ευδαιμόνιζε | |
| γ' ενικ. | ευδαιμονίζει | ευδαιμόνιζε | θα ευδαιμονίζει | να ευδαιμονίζει | ||
| α' πληθ. | ευδαιμονίζουμε | ευδαιμονίζαμε | θα ευδαιμονίζουμε | να ευδαιμονίζουμε | ||
| β' πληθ. | ευδαιμονίζετε | ευδαιμονίζατε | θα ευδαιμονίζετε | να ευδαιμονίζετε | ευδαιμονίζετε | |
| γ' πληθ. | ευδαιμονίζουν(ε) | ευδαιμόνιζαν ευδαιμονίζαν(ε) |
θα ευδαιμονίζουν(ε) | να ευδαιμονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευδαιμόνισα | θα ευδαιμονίσω | να ευδαιμονίσω | ευδαιμονίσει | ||
| β' ενικ. | ευδαιμόνισες | θα ευδαιμονίσεις | να ευδαιμονίσεις | ευδαιμόνισε | ||
| γ' ενικ. | ευδαιμόνισε | θα ευδαιμονίσει | να ευδαιμονίσει | |||
| α' πληθ. | ευδαιμονίσαμε | θα ευδαιμονίσουμε | να ευδαιμονίσουμε | |||
| β' πληθ. | ευδαιμονίσατε | θα ευδαιμονίσετε | να ευδαιμονίσετε | ευδαιμονίστε | ||
| γ' πληθ. | ευδαιμόνισαν ευδαιμονίσαν(ε) |
θα ευδαιμονίσουν(ε) | να ευδαιμονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευδαιμονίσει | είχα ευδαιμονίσει | θα έχω ευδαιμονίσει | να έχω ευδαιμονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευδαιμονίσει | είχες ευδαιμονίσει | θα έχεις ευδαιμονίσει | να έχεις ευδαιμονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευδαιμονίσει | είχε ευδαιμονίσει | θα έχει ευδαιμονίσει | να έχει ευδαιμονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευδαιμονίσει | είχαμε ευδαιμονίσει | θα έχουμε ευδαιμονίσει | να έχουμε ευδαιμονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευδαιμονίσει | είχατε ευδαιμονίσει | θα έχετε ευδαιμονίσει | να έχετε ευδαιμονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευδαιμονίσει | είχαν ευδαιμονίσει | θα έχουν ευδαιμονίσει | να έχουν ευδαιμονίσει |
| |
Μεταφράσεις
ευδαιμονίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.