ευδαιμονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευδαιμονισμός | οι | ευδαιμονισμοί |
| γενική | του | ευδαιμονισμού | των | ευδαιμονισμών |
| αιτιατική | τον | ευδαιμονισμό | τους | ευδαιμονισμούς |
| κλητική | ευδαιμονισμέ | ευδαιμονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευδαιμονισμός < ουσιαστικό ευδαιμονία + επίθημα -ισμός
Ουσιαστικό
ευδαιμονισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία, η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, το οποίο οφείλει να αναζητά κάθε άνθρωπος
- η τάση ενός ατόμου ή ενός κοινωνικού συνόλου να συσσωρεύει υλικά αγαθά, με την πίστη πως αυτά αποφέρουν την ευδαιμονία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.