ευαπόδεικτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαπόδεικτος η ευαπόδεικτη το ευαπόδεικτο
      γενική του ευαπόδεικτου της ευαπόδεικτης του ευαπόδεικτου
    αιτιατική τον ευαπόδεικτο την ευαπόδεικτη το ευαπόδεικτο
     κλητική ευαπόδεικτε ευαπόδεικτη ευαπόδεικτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαπόδεικτοι οι ευαπόδεικτες τα ευαπόδεικτα
      γενική των ευαπόδεικτων των ευαπόδεικτων των ευαπόδεικτων
    αιτιατική τους ευαπόδεικτους τις ευαπόδεικτες τα ευαπόδεικτα
     κλητική ευαπόδεικτοι ευαπόδεικτες ευαπόδεικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευαπόδεικτος < ευ + αποδεικνύω + -τος

Επίθετο

ευαπόδεικτος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.